Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Ο πανηγυρικός της 191ης επετείου της Άφιξης του Ι.Καποδίστρια στην Αίγινα από τον ιστορικό κ. Γ. Καλόφωνο.



 



ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
Εορτασμού της 191ης Επετείου της Άφιξης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα και της Ορκωμοσίας του ως Πρώτου Κυβερνήτη του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους

Γιώργος Θ. Καλόφωνος
Ιστορικός


Σήμερα, γιορτάζουμε –όπως κάθε χρόνο– την επέτειο της άφιξης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα και της ορκωμοσίας του, εδώ, στον ιερό τούτο χώρο της ιστορικής μας Μητρόπολης, ως πρώτου Κυβερνήτη της σύγχρονης Ελλάδας. Πρόκειται για μια σημαντική στιγμή για την πατρίδα μας – στην ουσία, την στιγμή της ίδρυσης του νεώτερου ελληνικού κράτους. Για το νησί μας όμως η γιορτή είναι διπλή, διότι το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη στην Αίγινα, ενώ η εγκατάσταση εδώ του Κυβερνήτη, της Βουλής και της πρώτης επίσημης ελληνικής κυβέρνησης για 21 μήνες, την έκανε εκ των πραγμάτων την πρώτη πρωτεύουσα της νεώτερης Ελλάδας.

Εδώ, στον ελάχιστο αυτόν χρόνο, τέθηκαν οι βάσεις της ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης πατρίδας μας καθώς και η οργάνωση σχεδόν όλων των κρατικών θεσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι πράγματα που τα γνωρίζουμε καλά εμείς στην Αίγινα, αλλά κάποιες στιγμές μοιάζει πως τα γνωρίζουμε μόνο εμείς.

Εδώ, λοιπόν, στον ιερό χώρο της Μητρόπολης συνεδρίασε η Βουλή των Ελλήνων, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας υπαρκτής κρατικής οντότητας.

Εδώ βρίσκεται και το ταπεινό στασίδι του Κυβερνήτη για να μας θυμίζει πάντοτε την παρουσία του στον τόπο όπου ξεκίνησε το τεράστιο έργο του και την μαρτυρική –και, εν πολλοίς, προδιαγεγραμμένη– πορεία του, που κατέληξε στην δολοφονία του στο Ναύπλιο.

Πρόκειται λοιπόν για μια επέτειο γλυκόπικρη: γλυκιά σαν την ελευθερία (διότι η άφιξη του Κυβερνήτη σήμανε την επιτυχία της επανάστασης, επισφραγίζοντας την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό), πικρή, όμως παράλληλα, σαν την –καταγεγραμμένη ως και στον Εθνικό μας Ύμνο– διχόνοια και την ζηλοφθονία που πάντοτε μαστίζει εμάς τους Έλληνες. Γιατί η δολοφονία του Καποδίστρια, πριν καν συμπληρωθούν τα τέσσερα πρώτα χρόνια της επταετούς θητείας του, ανέκοψε το θαυμαστό έργο του: την ταχύρυθμη μετατροπή της Ελλάδας, από ρημαγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, παρά τις απίστευτες αντιξοότητες.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένας άνθρωπος με αξιοθαύμαστες ικανότητες που ήταν ομολογουμένως ο μόνος που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το έργο αυτό – μια μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του που είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην διεθνή πολιτική σκηνή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ένας από τους μελετητές του έργου του, θα είχε μιαν εξίσου σημαντική θέση στην σύγχρονη ιστορία ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Και αυτό είναι κάτι που συχνά τείνουμε να παραβλέπουμε.

Γόνος ευγενούς, αλλά όχι πλούσιας, οικογένειας της Κέρκυρας, γιατρός σπουδασμένος στην Πάδοβα, ξεκίνησε την εντυπωσιακή του καριέρα στο πλαίσιο της Ιονίου Πολιτείας, του βραχύβιου αυτού ημιανεξάρτητου κρατιδίου που δημιούργησαν οι Ρώσοι στην Επτάνησο, και που υπήρξε η πρώτη αυτόνομη κρατική οντότητα που δημιουργήθηκε σε ελληνικό έδαφος μετά από αιώνες κατοχής. Η ανάδειξη των εξαιρετικών ικανοτήτων του οδήγησαν στην πρόταση να εργαστεί στην σχετικά νεοσύστατη τότε διπλωματική υπηρεσία της Ρωσικής αυτοκρατορίας, όπου, σε πολύ σύντομο διάστημα, από υπεράριθμος υπάλληλος της ρωσικής πρεσβείας στην Βιέννη κατέληξε σύμβουλος του πανίσχυρου τσάρου Αλέξανδρου Α´ και υπουργός του των εξωτερικών.

Βρέθηκε λοιπόν ο Καποδίστριας εκπρόσωπος της ισχυρότερης ευρωπαϊκής δύναμης της εποχής, να επηρεάζει σημαντικά την διαμόρφωση της Ευρώπης στην κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Ναπολέοντα. Πρόκειται για μια εποχή όπου συγκρούονταν από την μια μεριά η απολυταρχία και ο δεσποτισμός –έστω και πεφωτισμένος– της παλαιάς τάξης πραγμάτων, που την εξέφραζαν οι τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες της Ευρώπης (Βρετανία, Αυστρουγγαρία και Ρωσία), και από την άλλη οι φιλελεύθερες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, όπως είχαν διασπαρεί από την Γαλλική Επανάσταση – ιδέες που προωθούσαν τα αιτήματα της αυτοδιάθεσης των λαών και της δημιουργίας εθνικών κρατών. Μετά την αναταραχή των Ναπολεόντειων πολέμων, κύριο μέλημα των νικητών ήταν η επιβολή της ειρήνης και της τάξης στην ευρωπαϊκή ήπειρο μέσα από μια διαρκή διπλωματική δραστηριότητα: συνέδρια, διασκέψεις, πρωτόκολλα και συνθήκες ήταν στην καθημερινή ημερήσια διάταξη και αποτέλεσαν για τον Καποδίστρια ένα εξαιρετικό πεδίο δράσης. Σε διαρκή σύγκρουση με τον ακραίο συντηρητισμό του αυστριακού καγκελάριου και μέγιστου διπλωμάτη Μέττερνιχ, που πίστευε στην βίαιη καταστολή των φιλελεύθερων κινημάτων, ο Καποδίστριας κατόρθωσε να αντιτάσσει και σε πολλές περιπτώσεις να επιβάλει τις δικές του φιλελεύθερες ιδέες που εν μέρει συμμεριζόταν και ο εκκεντρικός Τσάρος. Πάντοτε όμως επετύγχανε να τις θέτει στην υπηρεσία των συμφερόντων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
 
Οπαδός της αυτοδιάθεσης των λαών, της συνταγματικής τάξης, της δημιουργίας συνομοσπονδιών με ισότιμη εκπροσώπηση (ακόμη και της κατάργησης της δουλείας και της δημιουργίας Αφρικανικής Συνομοσπονδίας), ο Καποδίστριας δεν έτρεφε αυταπάτες. Ήξερε να προωθεί τους στόχους του με πεισματική μεν, θα έλεγε κανείς, προσήλωση, αλλά πάντοτε σταδιακά, έχοντας την επίγνωση του τι είναι κάθε φορά εφικτό. Σε περίπτωση πάλι που υπερίσχυαν οι θέσεις των αντιπάλων του, ήξερε τον τρόπο να τις υπονομεύει, δεχόμενός τις φαινομενικά, αλλά αδρανοποιώντας τις στην πράξη με διάφορα διπλωματικά τεχνάσματα. Μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές επιτυχίες του ήταν η δημιουργία του ομόσπονδου και πάντοτε ουδέτερου κράτους της Ελβετίας, που στάθηκε εμπόδιο στις επεκτατικές τάσεις της Αυστρίας, καθώς και η σωτηρία της ηττημένης Γαλλίας από τις εξουθενωτικές απαιτήσεις των νικητών (ανάμεσα στους οποίους φυσικά βρισκόταν και η Ρωσία) για να λειτουργήσει –υπό το καθεστώς τουλάχιστον της Παλινόρθωσης των Βουρβώνων– ως ένας τέταρτος εξισορροπητικός πόλος στην τριάδα των μεγάλων δυνάμεων που θα σταματούσε και πάλι την αυξανόμενη επιρροή των αυστριακών και θα είχε ταυτόχρονα μια φιλορωσική προδιάθεση.

Όπως ο μεγάλος εχθρός του, ο Μέττερνιχ είχε διαβλέψει επιτυχώς, πίσω από όλους τους διπλωματικούς στόχους του Καποδίστρια κρυβόταν η επιθυμία του να δει κάποτε την πατρίδα του ελεύθερη: «Έχω μπροστά μου υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, όχι της Ρωσίας», είχε πει ο Αυστριακός Καγκελάριος σε κάποια περίπτωση. Στόχος του ήταν η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Για τον λόγο αυτό κατόρθωσε να αποτρέψει την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ιερά Συμμαχία, που θα την προστάτευε από επαναστάσεις στο εσωτερικό της. Αυτό πάντως είναι κάτι που δύσκολα θα δεχόταν ο Ρώσος αυτοκράτορας. Βασικότερη επιδίωξή του Καποδίστρια ήταν να επιτύχει την έμπρακτη στήριξη του ορθόδοξου Τσάρου στο δοκιμαζόμενο ορθόδοξο ελληνικό γένος με την κήρυξη ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου, που όμως αργούσε να φανεί. Ο ευμετάβλητος Τσάρος υιοθετούσε όλο και πιο συντηρητικές θέσεις, κάτω από την επίδραση του Μέττερνιχ, ενώ παράλληλα άλλες συνθήκες ωθούσαν την Φιλική Εταιρεία να προχωρήσει στην εσπευσμένη κήρυξη της Επανάστασης λόγω του φόβου ότι τα σχέδιά της θα αποκαλυφθούν. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε –για δεύτερη μάλιστα  φορά– να αναλάβει την ηγεσία της, πιστεύοντας πως θα της ήταν πολύ πιο χρήσιμος από την θέση του υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας, προτείνοντας στην θέση του τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Παρά το αρνητικό κλίμα που διαμορφωνόταν γύρω του ο Καποδίστριας, κατόρθωσε να αποτρέψει την βίαιη καταστολή της από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, στις οποίες είχε μάλιστα προστεθεί και η ανακάμψασα Γαλλία. Προέβαλλε την επανάσταση των Ελλήνων ως αγώνα απελευθέρωσης ενός χριστιανικού λαού της Ευρώπης που βρισκόταν κάτω από ισλαμικό ζυγό, σε αντιδιαστολή με άλλα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης τα οποία η Τετραμερής Συμμαχία –που είχε διαδεχθεί την Ιερά– κατέπνιγε εν τη γενέσει τους. Όταν όμως πλέον η μετατόπιση των στόχων της πολιτικής του Τσάρου, έκανε τον υπουργό του να αισθανθεί ότι η θέση του ήταν πια ασυμβίβαστη με τον πατριωτισμό του, ο Καποδίστριας υπέβαλε την παραίτησή του στον αυτοκράτορα, αποκαλύπτοντάς του μάλιστα και τους λόγους. Εκείνος εκτίμησε την στάση του και αντί να αποδεχθεί την παραίτησή του, του έδωσε επ’ αόριστον άδεια για λόγους υγείας.
 
Από την Γενεύη της ευγνωμονούσας Ελβετίας όπου εγκαταστάθηκε, ως αδειούχος πλέον υπουργός εξωτερικών της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας εξακολούθησε να εργάζεται για την ενίσχυση και προστασία της επαναστατημένης Ελλάδας, αξιοποιώντας το ευρύτατο δίκτυο που είχε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια στην Ευρώπη. Μπορούσε να γνωρίζει –ακόμη και να επηρεάζει– τις αποφάσεις, ενώ μέσω κυρίως του Ελβετού τραπεζίτη και μεγάλου φιλέλληνα Εϋνάρδου, στενού φίλου του από τα χρόνια της δημιουργίας της σύγχρονης Ελβετίας, μπορούσε να κατευθύνει το κίνημα του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Και ήταν ο Φιλελληνισμός αυτός που υποχρέωσε τελικά τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία να γίνουν προστάτιδες της Ελλάδας (με εξαίρεση ίσως την Ρωσία, της οποίας η γεωγραφική θέση καθώς και η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, σαφώς έπαιξε έναν σημαντικότερο ρόλο).

Όταν το 1828, αποδεχόμενος την πρόσκληση που του απηύθυνε η Εθνοσυνέλευση, και μάλιστα ομόφωνα, καταφθάνει στην Αίγινα για να αναλάβει τα ηνία του υπό σύσταση κράτους, δεν μπορούμε πλέον παρά να θαυμάσουμε το τιτάνιο έργο της συγκρότησής του, το οποίο επιτέλεσε μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια: την ανοικοδόμηση των πόλεων, την καταπολέμηση της πειρατείας, την οργάνωση της παιδείας, της γεωργίας, των κρατικών υπηρεσιών, την ίδρυση μουσείων, ορφανοτροφείου για τα ορφανά του εθνικού αγώνα, σχολείων, εθνικού τυπογραφείου, τράπεζας, εθνικού νομισματοκοπείου και τόσων άλλων, τα περισσότερα από τα οποία ιδρύθηκαν στην Αίγινα. Εντυπωσιασμένοι συνήθως από το μέγεθος του έργου, τείνουμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το έργο αυτό ήταν, για τον ίδιο τον Καποδίστρια, κάπως δευτερεύον σε σχέση με το κύριο μέλημά του. Η κατάσταση της Ελλάδας ήταν ακόμη εμπόλεμη και η μοίρα της δεν είχε ακόμη αποφασιστεί. Εκτός από τις εμφύλιες διενέξεις που σπάραζαν τις ελάχιστες περιοχές της που βρίσκονταν υπό ελληνικό έλεγχο, το μεγαλύτερο μέρος των θεωρητικώς απελευθερωμένων εδαφών της βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο τουρκικών στρατευμάτων, έστω και αν αυτά είχαν αποδυναμωθεί μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Πρώτιστο μέλημα και μεγάλη επιτυχία του νέου Κυβερνήτη ήταν η έγκαιρη ανακατάληψη των εδαφών αυτών, διότι η θέση των συνόρων της νεοσύστατης χώρας δεν είχε ακόμη καθορισθεί από τις προστάτιδες δυνάμεις. Δεύτερο, αλλά εξίσου βασικό, μέλημα ήταν οι διπλωματικές πιέσεις για όσο το δυνατόν βορειότερα σύνορα και, τρίτο και σημαντικότερο, η καθιέρωση της πλήρους ανεξαρτησίας της πατρίδας μας, μιας που αρχικά προβλεπόταν η Ελλάδα να είναι ένα μικρής έκτασης κράτος, αυτόνομο μεν, αλλά υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Όλοι γνώριζαν ότι μόνο ο Καποδίστριας θα μπορούσε να τα επιτύχει αυτά, όπως και έγινε το 1830 όταν αναγνωρίστηκε επί τέλους Ελληνικό Κράτος ανεξάρτητο, με πολύ διευρυμένα σύνορα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Ήταν ένας διπλωματικός άθλος για τον Καποδίστρια, στον οποίο βοήθησε και η έγκαιρη στρατιωτική επέμβαση του Τσάρου Νικολάου, που είχε διαδεχθεί τον Αλέξανδρο. Αυτή η προνομιακή σχέση του Καποδίστρια –και κατ’ επέκταση της Ελλάδας– με την Ρωσία ήταν, όμως, κάτι που η Βρετανία, και εν μέρει και η Γαλλία, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν, όσο και αν ο ίδιος ο Καποδίστριας, από την στιγμή που ανέλαβε την κυβέρνηση, είχε προσπαθήσει να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Η ιστορία μας, λοιπόν, μας διδάσκει πως όταν μια ισχυρή δύναμη θέλει να επιτύχει κάτι, πάντοτε βρίσκονται συμπατριώτες μας πρόθυμοι να το υλοποιήσουν. Έτσι λοιπόν βρέθηκαν και οι δολοφόνοι που ανέκοψαν την πορεία του πρώτου Κυβερνήτη της χώρας μας. Η δικαιολογία ήταν ο υποτιθέμενος αυταρχισμός του Καποδίστρια που είχε όντως αναγκασθεί να λάβει ορισμένα έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπίσει έκτακτες περιστάσεις. Όταν βέβαια οι εν Ελλάδι εχθροί του είδαν αυτά που επακολούθησαν φαίνεται πως μετάνιωσαν για τις πράξεις τους. Ήταν όμως πια πολύ αργά...
 
Κυρίες και κύριοι
Η Αίγινα, που συνδέθηκε άρρηκτα με την Ιωάννη Καποδίστρια και την προσφορά του, έχει ευτυχήσει να διαθέτει ανθρώπους όπως η αείμνηστη ιστορικός Γεωργία Κουλικούρδη, ο Σώζων Βελιώτης, ο πατήρ Εμμανουήλ Γιαννούλης, ο Γιώργος Τσατήρης, η Λίνα Πετρίτου (για να αναφέρω λίγους μόνο), ανθρώπους που έχουν εργαστεί, με τον τρόπο του ο καθένας, για την διατήρηση της ιστορικής μνήμης του Καποδίστρια και την ανάδειξη της σημαντικής κληρονομιάς που άφησε στο νησί μας: μιας κληρονομιάς που είναι κατεξοχήν εθνική. Άλλες από αυτές τις προσπάθειες έχουν καρποφορήσει περισσότερο, άλλες ίσως λιγότερο, όλες τους όμως είναι σημαντικές. Παρ’ όλα αυτά, τα καποδιστριακά μνημεία του νησιού μας παραμένουν σε κατάσταση επιεικώς απαράδεκτη, ή, ακόμη χειρότερα, αλλοιώνονται απαράδεκτα με πρόφαση την ανάδειξη και προστασία τους. Παράλληλα η φυσιογνωμία του ιστορικού πυρήνα της πόλης μας, της πρώτης πρωτεύουσας της χώρας μας δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα από αυθαιρεσίες που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της.

Σε εννέα χρόνια θα έχουμε τον εορτασμό της 200ης επετείου της ορκωμοσίας και αυτό μας δίνει μια ευκαιρία να εργαστούμε όλοι οργανωμένα και συστηματικά τόσο για την περαιτέρω ανάδειξη της εθνικής –αλλά και της διεθνούς– διάστασης της καποδιστριακής μας κληρονομιάς (ανακήρυξη π.χ. της σημερινής ημέρας σε εθνική πέρα από τοπική επέτειο, επίσημη αναγνώριση της Αίγινας ως πρώτης πρωτεύουσας και τόσα άλλα) αλλά και για την περιφρούρηση του ιστορικού χαρακτήρα της πόλης και των μνημείων της, ώστε η κληρονομιά αυτή να μπορέσει να προβληθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά. Είναι κάτι που το οφείλουμε στον Κυβερνήτη μας: να γίνει η Αίγινα ένας τόπος προβολής της τόσο σημαντικής προσφοράς του και όχι ένας τόπος όπου η μνήμη του δολοφονείται καθημερινά.