Κάθε χρόνο 90
εκατομμύρια τόνοι φαγητού πετάγονται από τις χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης. Από
αυτή την ποσότητα 3 εκατομμύρια είναι ψωμί. Κάθε χρόνο, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά
πετούν φαγητό αξίας 100 δις. Ευρώ. Η Ευρώπη θα μπορούσε να καλύψει από το
περίσσευμά της όλους τους πεινασμένους
του κόσμου. Την ίδια ώρα η πολυήμερη απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας των
Δήμων του Λεκαοπεδίου έδωσε την ευκαιρία σε ολόκληρες ρακένδυτες οικογένειες να
σκαρφαλώνουν πάνω στα βουνά των σκουπιδιών για να βρουν τον «επιούσιον
άρτον» ανάμεσα στα σκουπίδια και τα
αποφάγια των άλλων. Από την άλλη έρχονται στο φως της δημοσιότητας περιστατικά
παιδιών που νηστικά προσέρχονται στα σχολεία τους και οι σύλλογοι των δασκάλων
και των γονέων να φροντίζουν για την εξασφάλιση των απαραίτητων για την
επιβίωσή τους. Στις ενορίες της Αθήνας όλο και πληθαίνουν τα καθημερινά
συσσίτια απόρων συνανθρώπων μας στους οποίους δεν συγκαταλέγονται μόνο
αλλοδαποί και μετανάστες αλλά άνεργοι
γείτονες μας, πρώην συνάδελφοι, μαγαζάτορες μικροεπιχειρηματίες. Λέγεται πως
στο διαδίκτυο υπάρχει σελίδα (www.mporoume.gr)
που αναλαμβάνει εθελοντικά να
διαχειριστεί και αξιοποιήσει το περισσευούμενο από μαγειρεία, φούρνους και άλλα
καταστήματα φαγητά. Συγχρόνως κάποιοι επαγγελματίες κάνουν «χρυσές» δουλειές
μεταποιώντας, επιδιορθώνοντας ρούχα, κοστούμια, πανωφόρια, παπούτσια.
Πραγματικά ποιος φανταζόταν πριν από τρία ή
τέσσερα χρόνια ότι τέτοιες σκηνές θα βλέπαμε στην Αθήνα, ή στην Ελλάδα του
2011, όταν από το χειμώνα κάποιοι φρόντιζαν να κλείσουν ξαπλώστρα με ομπρέλα σε
παραλίες της Μυκόνου, όταν σκαρφάλωναν με τα τζιπ τους στα χιονοδρομικά κέντρα
ή έκαναν Χριστούγεννα και Πάσχα σε
εξωτικά νησιά ή σε πανάκριβα σαλέ της Ευρώπης. Ήταν η εποχή που δεν συνομιλούσαμε στο τηλέφωνο, αλλά επιλεκτικά,
δεν επισκεπτόμασταν το φίλο στις γιορτές αλλά στέλναμε μόνο μήνυμα, δεν
νοιαζόμασταν για κανέναν, δεν αγωνιούσαμε για το μέλλον, αλλά αρκούμασταν στο μότο «εγώ να περνάω καλά». Ήταν η εποχή
που είχαμε δύο εξοχικά, δύο αυτοκίνητα και κάποια μηχανή, το τελευταίο μοντέλο
κινητού, επίπεδη τηλεόραση, διαβάζαμε τις εξελίξεις στο χρηματιστήριο, στο
λεξιλόγιό μας είχε μπει ο Down
Jone
και
άλλοι δείκτες φορούσαμε μόνο επώνυμα ρούχα και ο οισοφάγος μας συνήθισε μόνο σε
γκουρμεδιές. Ακολουθούσαμε τις επιταγές του life style. Ζούσαμε ανέμελα, αδιάφορα με
υπερκαταναλωτική απληστία. Απολαμβάναμε μια ευμάρεια και αφθονία χωρίς να
σκεφτούμε ότι πάντα στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός. Ανυποψίαστοι για το πώς
συνέβαιναν όλα αυτά. Που οφείλονται; Ποια η αρχή και η αιτία τους και ποια η
προοπτική και η συνέχειά τους. Τελικά ζούσαμε ανεύθυνα και άμυαλα. Χωρίς μέτρο,
χωρίς σύνεση, χωρίς ταπείνωση και στοιχειώδη ανθρωπιά. Εγωκεντρικά, επιπόλαια
και απερίσκεπτα.
Τώρα που όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα
που αυτή η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, στις
γειτονιές κάνει την εμφάνισή της δειλά –
δειλά και ίσως κάποιες φορές αναγκαστικά η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η
συναδέλφωση, το νοιάξιμο για το διπλανό, η διάθεση φροντίδας και προσφοράς, η εθελοντική
εργασία. Εν τέλει η ανθρωπιά. Οι συνάνθρωποί μας δέχονται να ανταλλάξουν ρούχα
και παπούτσια, να δώσουν ένα πιάτο φαγητό στον άλλο. Μέσα από το ζόφο και την κατήφεια, μέσα από
την κατάθλιψη και την απελπισία, βγαίνουν στην επιφάνεια συμπεριφορές και τρόποι που είχαμε ξεχάσει,
ίσως ξορκίσει και με συμπάθεια ή ειρωνεία χαζεύαμε στις παλιές ελληνικές
ταινίες. Τελικά δεν είχαμε υπολογίσει σε αυτήν την κρίση τον άνθρωπο. Δεν
είχαμε υπολογίσει εμάς τους ίδιους, τις
αλήθειες που κρύβαμε καλά, την ερμητικά φοβισμένη καρδιά μας που δεν
εκδήλωνε την αγάπη για τον άλλο.
Η
οικονομική κρίση μπορεί να έχει αναποδογυρίσει συμπεριφορές και τρόπους ζωής, μπορεί να έχει
ξεχαρβαλώσει ανερμάτιστες συνήθειες και φόρμες χρόνων, ωστόσο μπορεί να αναδείξει
την ξεχασμένη ανθρωπιά μας. Ίσως αυτή να είναι η κρίση και η δοκιμασία μας.
("Νέα Εποχή" τεύχος 118.)