Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Άφιξη στην Αίγινα για καλοκαίρι.

Οι μέρες δεν πέρναγαν τέτοια εποχή. Τις  μετρούσαμε στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα εκεί στην οδό Μακεδονίας στην Αγιά Σοφιά τα απογεύματα. Πότε θα φύγουμε για  την Αίγινα; Τα σχολεία  τέλειωσαν, λέγαμε στη μάνα  που υπομονετικά έκανε τις  τελευταίες προετοιμασίες και μάζευε τα πράγματα για την Αίγινα. Αυτά τα απογεύματα η μπουκαδούρα έφερνε μέχρι το μπαλκόνι τη μυρωδιά της θάλασσας, τους ήχους  των καραβιών και το σφύριγμα  του "Αφαία" που εγώ το ξεχώριζα. Έφευγε το απόγευμα πάντα στις 7 για διανυκτέρευση στην Αίγινα. Καθόμασταν στο μπαλκόνι και σκοτώναμε την ώρα μας ονειρευόμενοι τη μέρα και την ώρα της καλοκαιρινής "μετοικεσίας" στην Αίγινα. Εκεί στην Καβουρόπετρα - Μούλος έμαθα μετά από χρόνια ότι την έλεγαν οι παλιοί - θα περνάγαμε όλο το καλοκαίρι και θα ξανανταμώναμε με  τα άλλα παιδιά που είχαμε να τα δούμε από το προηγούμενο καλοκαίρι, τη Νανά, τη Φέβρω, τη Βάνα, τη Γιώτα, τη Ζωή, το Δημήτρη, τη Μαρία, τη Σωτηρία αλλά και μεγαλύτερους όπως τη Χρυσοπηγή, το Μάνο, το Γρηγόρη που όλοι αυτοί είχαν τα "δικά τους" και δεν μας έκαναν παρέα εμάς.
    Τα  καλοκαίρια  στην Καβουρόπετρα  ήταν μια μεγάλη υπόθεση. Μπάνιο δίπλα  στο λιμανάκι, αναψυκτικό  στην παράγκα  του μπάρμπα - Παύλου, στης Μαργαρώς, στου Σουβλάκια, βόλτα στον Άγιο Νικόλα και ποδηλατάδα.
   Τότε στην Αίγινα υπήρχαν ακόμη τα τελευταία ψυγεία  του πάγου, το φανάρι για τα τρόφιμα, ο κομός, οι πιατοθήκες ενώ πάνω από τα κεφάλια μας κρέμονταν τα πατερά. Τα μικρά σπιτάκια είχαν στην αυλή πεζούλες κι ένα πηγάδι με χαρανί. 
   Τότε το ταξίδι στην Αίγινα, ήταν ταξίδι. Έπρεπε να πάρεις μαζί σου σχεδόν τα πάντα, ειδικά  όσοι έμεναν στα χωριά όπου τα μαγαζιά ήταν λίγα, ή σε μακρινή απόσταση. Η μετάβαση στην πόλη μόνο με το λεωφορείο.
  Και ερχόταν επιτέλους η μέρα του ταξιδιού. Από το βράδυ όλα ή σχεδόν όλα ήταν έτοιμα. Το "Ελλάς" έφευγε πολύ πρωί και δεν προλαβαίναμε. Άλλωστε πήγαινε Μέθανα και Πόρο και δεν θα προλαβαίναμε  να βγάλουμε τα πράγματα από το καράβι. Το ίδιο και το "Καμέλια" ή ο "Πορτοκαλής Ήλιος". Σίγουρη επιλογή το "Αφαία" που έφευγε στις 9.15 και έκανε τοπικό δρομολόγιο.

   Σαν να βλέπω σε αυτή τη φωτογραφία  του φίλου Νεκτάριου Κουκούλη μια σκηνή από τα δικά μας καλοκαίρια. Τα πράγματα που αφήναμε  στο γκαράζ και πάντα από τη μεριά  που δεν θα είχε ήλιο. Η θέση από τη μεριά που δεν θα είχε ήλιο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο λοταριατζής, ο καμαρώτος με τα αναψυκτικά και τα σουβλάκια, το μπαρ με τα σάμαλι. Η διαφήμιση του Λουμίδη πάνω από τα κόκκινα καθίσματα, το κατάστρωμα με τη ξύλινη επένδυση στο πάτωμα και οι γλάροι να ακολουθούν και να συντροφεύουν τα όνειρά μας.
  Καθώς το καράβι περνούσε  τις Λαούσες μπαίναμε  σε έναν άλλον πλέον κόσμο. Οικείο. Στα χωρικά ύδατα της Αίγινας. Τα πρώτα σπίτια, το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, το φανάρι του Μπούζα, το λιμάνι της Αίγινας με τα ταπεινά καΐκια και τις φρσκοβαμμένες βαρκούλες. Το "Αφαία"  έμπαινε στο λιμάνι και κάνοντας ένα φοβερό ελιγμό έπιανε  στη νέα προβλήτα πλέον.
   Στους πλαινούς διαδρόμους εμείς να ανυπομονούμε να πάρουμε τα πράγματα και να πατήσουμε στη γη  της Αίγινας.
   Το καλοκαίρι είχε πλέον ξεκινήσει.

Νεκτάριε  έκλεψα  τη φωτογραφία που ανήρτησες γιατί μέσα  σε αυτήν κάπου είμαστε όλοι εμείς, οι εκδρομείς, οι παραθεριστές, οι επιβάτες  της Αίγινας. Και η μνήμη αλήτισσα απόψε έφερε  τόσα  στο φως
  Σε  ευχαριστώ.

Όσον αφορά τη φωτογραφία, αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτα αν κρίνουμε από  τον ίσκιο  των ανθρώπων πρέπει να πρόκειται για  το πρωινό δρομολόγιο  των 9.15 από Πειραιά. Τα παλιά αυτοκίνητα που βγαίνουν, το τρίκυκλο, αλλά και το κατακόκκινο "παρκαρισμένο" καροτσάκι του μωρού στα αριστερά. Οι επιβάτες  στους διαδρόμους και δεξιά κάποιοι που προσπαθούν να βρουν τα πράγματά τους στα σημεία που πάντα τα άφηναν για να μην τα κουβαλούν μέσα στο σαλόνι.
  Στο βάθος το καινούργιο λιμάνι χωρίς τα αλμυρίκια ή τις πικροδάφνες και τους φοίνικες στη νησίδα. Τα λεωφορεία στην νέα  τους πιάτσα στην πλατεία Εθνεγερσίας και το λιμάνι άδειο από αυτοκίνητα. Το κτίριο του "Βογιατζή" όπως είναι και σήμερα με λιγότερες φθορές όμως και μπροστά οι μπλε μεγάλες τέντες  της εποχής.