Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Η ιστορία ενός καναπέ


Η  ιστορία  είναι γνωστή. Επαναλαμβάνεται κάθε  καλοκαίρι  και Πάσχα.

        Η  ιστορία  του καναπέ της φωτογραφίας μας ανάγεται στις δεκαετίες  της αντιπαροχής και της φορμάϊκας. Φρεσκογυαλισμένος και λουσάτος καμάρωνε στην έκθεση επίπλων της οικογενειακής βιοτεχνίας  του Βασίλη Λιάκου στη γωνία των οδών Αιτωλικού και Μακεδονίας στην Αγία Σοφία στον Πειραιά. Μόλις τον είδαν ο Κούλης και η Μαριάνθη τον ερωτεύτηκαν σχεδόν και θέλησαν να τον καπαρώσουν για το καινούργιο τους σπιτικό που έστηναν στο νεόδμητο διώροφο της οδού Θερμοπυλών. Ένα χρόνο παντρεμένοι και τώρα μόλις αποκτούσαν τη φωλίτσα τους. Δεν πήγαινε άλλο νιόπαντροι και να ζουν με τη μαμά του. Ο πράσινος καναπές με τις απαραίτητες πολυθρονίτσες  θα αποτελούσαν το  πολυπόθητο καθιστικό, αλλά  θα φιλοξενούσε και τη μαμά  της Μαριάνθης  όταν θα κατέβαινε από το χωριό για  γενικές εξετάσεις. Γνώρισε μέρες δόξας ο καναπές. Πόσοι και πόσοι δεν αναπαύτηκαν στο κορμί του, σε γιορτές, σε τραπέζια. Όταν μαζεύονταν οι γειτόνισσες για επίδειξη τάπερ ή η παρέα του Κούλη για να δουν το ματς του Ολυμπιακού από την πρώτη μαυρόασπρη τηλεόραση  που απέκτησαν. Τα πρώτα γενέθλια του Γιαννάκη. Τα εφηβικά  του πάρτυ και κάποιες στενόχωρες στιγμές, γιατί όλα μέσα στη ζωή είναι. Είδε  πολλά  η ταπετσαρία του, αυτή η ριγέ  που πλέον είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και να μαρτυρά την ηλικία του αλλά  και ότι τα χρόνια πέρασαν. Εν τω μεταξύ ο Κούλης και η Μαριάνθη απέκτησαν με πολύ κόπο και στερήσεις ένα εξοχικό στην Αίγινα. Μη φανταστείτε  σπουδαία πράγματα. Δύο δωμάτια κουζίνα και λουτροκαμπινές μέσα σε ένα χωράφι  γεμάτο σκίνα, πέντε φιστικιές και δυο συκιές, κάπου στο Λιβάδι. Ότι  έπρεπε  για τα καλοκαιρινά μπάνια των παιδιών που τώρα είχαν γίνει τρία, ζωή να’ χουν, τον καθαρό αέρα  της  γιαγιάς, το ψάρεμα και το τάβλι  του Κούλη. Έτσι ένα πρωινό, μετά από μία ξαφνική επιδρομή της οικογένειας στα  120, αποφασίστηκε πως ο καναπές μαζί με την παρέα του έπρεπε  να  μετακομίσουν  στο εξοχικό της Αίγινας. Οι καιροί  είχαν αλλάξει. Δεν ήταν πια μοντέρνος, και η αλλαγή επίπλων στο σπίτι ήταν επιτακτική. Φορτώθηκε λοιπόν αυτός και η παρέα του, δυο πολυθρονίτσες , κάτι καρέκλες ένα τραπέζι φορμάϊκα και μια ντουλαπίτσα, πάνω σε μια μοτοσυκλέτα και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να ταξιδεύει με τον «Οδυσσέα»  για την Αίγινα. Μέσα στο ανοιχτό γκαράζ  του πλοίου τυλιγμένος με νάυλον για την προστασία του από την αλμύρα καμάρωνε και απολάμβανε το λαμπερό ήλιου του Σαρωνικού. Στην Αίγινα τακτοποιήθηκε μια χαρά. Ησύχασε θα λέγαμε καλύτερα. Όλο το χειμώνα  κλεισμένος  και μόλις  έμπαινε η άνοιξη  και ερχόταν η Καθαρά Δευτέρα γιόρταζε με μπόλικες δόσεις χαλβά  και τουρσί. Σε λίγο το Πάσχα  με σημάδια από απρόσεχτα κουτάλια που ρούφαγαν λαίμαργα μαγειρίτσα  και σε λίγο το καλοκαίρι  όπου η σεζόν έκλεινε πανηγυρικά με την παραδοσιακή μουσταλευριά. Και έπειτα η χειμερία νάρκη. Ωραία χρόνια μα και ένδοξα. Έχει να θυμάται ωραίες στιγμές από πρωταθλήματα, Euro, Ολυμπιακούς αγώνες, εκλογές, ακόμα και  τραπέζια και γλέντια τρικούβερτα. Όμως όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Το κορμί  του σκλήρυνε και δεν πρόσφερε ανάπαυση όπως παλιά. Ο ύπνος πάνω στη ραχοκοκαλιά  του ήταν σωστό μαρτύριο.
Είχε έρθει η ώρα του. «Τα ΙΚΕΑ να είν’ καλά»  είπε η μεγάλη κόρη. «Θα  φέρουμε  το σαλόνι του Πειραιά εδώ και θα αγοράσουμε καινούργιο για εκεί», πρότεινε ο πατέρας και όλοι χάρηκαν. Επιτέλους ριζική ανανέωση. Χωρίς πολλά λόγια  μέσα σε μια βδομάδα όλη η επίπλωση του Πειραιά  φορτώθηκε σε ένα φορτηγάκι και ήρθε με το «Αγ. Νεκτάριος» (λόγω μειωμένου εισιτήριου),  ένα απόγευμα στην Αίγινα. Σαν πέρασε η ώρα και είχε για τα καλά  βραδιάσει ο Κούλης με το μεγάλο του γιό, μη τυχόν και τους δει η γειτονιά, φορτώθηκαν το καναπέ και «την παρέα του» και τα ακούμπησαν δίπλα  στον κάδο της ανακύκλωσης  στην παρακάτω γωνία. Στη γειτονιά  επικρατούσε ησυχία. Οι τηλεοράσεις έπαιζαν τα «Μαύρα Μεσάνυχτα», ενώ τα διερχόμενα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα λόγω capital controls. Εκείνο  το βράδυ  τέλειωσε η ιστορία  του καναπέ. Δε σεβάστηκαν ούτε τα χρόνια του, ούτε  τις πάλαι ποτέ ανέσεις που πρόσφερε, ούτε την ιστορία  του. Το επόμενο πρωί   βρήκε αυτόν και «την παρέα  του» να κοίτεται ξεκοιλιασμένος, σακατεμένος, βρώμικος, άδειος και ελεεινός μαζί με άλλα σκουπίδια περιμένοντας το φορτηγό του Δήμου να τον προωθήσει στη Σκοτεινή. Που σκοτεινή και μαύρη να είναι ή ώρα τους, που του φέρθηκαν τόσο αχάριστα. Λουσμένος στο μεσημεριανό ήλιο όπως τότε παλιά μέσα στον «Οδυσσέα», καταράστηκε τον «καινούργιο» που για δεύτερη φορά  τον ξεσπίτωνε, να έχει την ίδια και χειρότερη μοίρα. Κάρβουνο να γίνει σε τζάκι, να το φάνε  τα ποντίκια, να βρωμίσει  και να λιώσει, να σπάσει και να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη από  το άγγιγμα υπέρβαρης ανθρώπινης λεκάνης. Καταράστηκε και ησύχασε,  γιατί  όλα  εδώ πληρώνονται.
  
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέα Εποχή)