Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Ο παππούς Παναγιώτης Στενάκης μιλά για την τέχνη του κανατά.

  
 Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη  του κ.Παναγιώτη Στενάκη που παραχώρησε στα μέλη της Ομάδας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης  του 2ου Γυμνασίου Αίγινας, λόγω του ζωηρού ενδιαφέροντος που εκδηλώθηκε  μετά την ομιλία  του κ. Γ. Κυριακόπουλου με θέμα: "Από τους κανατάδες στον Π.Σκλάβαινα" που πραγματοποιήθηκε στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου Αίγινας την Τετάρτη 17 Αυγούστου.
 
 
 
  Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου του 2014 ένα τμήμα της Περιβαλλοντικής Ομάδας του 2ου Γυμνασίου Αίγινας επισκέφθηκε τονκ.Παναγιώτη Στενάκη στο Βαθύ. Ο κ.Στενάκης είναι από τους τελευταίους κανατάδες που υπάρχουν στην Αίγινα. Σήμερα δεν ασκεί την τέχνη του, όμως έχει πολλά να πει για  την τέχνη αυτή που έθρεψε γενιές Αιγινητών και έκανε ξακουστή την Αίγινα για τα περίφημα κανάτια της.

    Να σας πω για την αγγειοπλαστική που ανθούσε στο νησί μας από τα παλιά χρόνια;
Δεν ξέρω και πολλά. Από τα λίγα που ξέρω είναι ότι και στα χρόνια της Παλιαχώρας, πάρα πολύς κόσμος ασχολιόταν με την τέχνη αυτή. Ο πατέρας μου, μου διηγείτο ότι στις αρχές του 20ου αιώνα πρόλαβε τα χαλάσματα ενός καμινιού στην αυλή του ¨Σταυρού¨στην Παλιαχώρα. Στον 20ο αιώνα ήμουν και εγώ ένας τεχνίτης. Τώρα θα ήθελα να σας γνωρίσω τη διαδικασία για να φτιάξουμε ένα αντικείμενο λάσπινο. Ολες οι εργασίες πρωτόγονες.
Απαραίτητο ήταν το κατάλληλο χώμα “πασπάρα” , το οποίο βρίσκεται σ' ένα ύψωμα του Αγίου Θωμά στο Μεσαγρό.  Παίρναμε το χώμα με τα ζώα και το φέρναμε στο εργαστήριο.  Το χώμα αυτό το απλώναμε χάμω σε ένα δωμάτιο δίπλα στο εργαστήριο. Είχαμε ένα μεγάλο ξύλο- το λέγαμε “κόπανο”- το χτυπούσαμε για να το κάνουμε όσο πιο ψιλό ήταν δυνατόν. Μετά το κοσκινίζαμε με μια “κλεισάρα” (κόσκινο). Ανοίγαμε ένα λάκκο και μέσα ρίχναμε το χώμα. Προσθέταμε νερό και με μια τσάπα το ανακατεύαμε μέχρι να πήξει και να γίνει λάσπη. Το πατάγαμε με τα πόδια.  Κουβαλούσαμε με τα χέρια τη λάσπη αυτή σε ένα άλλο σημείο του δωματίου και την πατάγαμε για δεύτερη φορά , πολλές φορές και τρίτη. 'Επειτα ¨κόβαμε¨ με μια τσάπα τη λάσπη, τη βάζαμε σε κατάλληλο μέρος ξύλινο, που το λέγαμε “μαλαχταριά”. Την ζυμώναμε με τα χέρια και φτιάχναμε ένα κομμάτι λάσπη , καλά ζυμωμένο όσο χρειαζόταν για κανάτι που επρόκειτο να φτιάξουμε μικρό ή μεγάλο. Τώρα ήταν έτοιμη η λάσπη για να φτιάξει ο τεχνίτης το κανάτι. 'Επαιρνε το κομμάτι τη λάσπη , που το λέγαμε “σβούλο” και το έβαζε απάνω στον τροχό. Τι ήταν τώρα ο τροχός ; 'Ενα ξύλο στρογγυλό ενός μέτρου, περασμένος μέσα ένας άξονας.  Στο απάνω μέρος του άξονα ήταν βιδωμένο ένα μικρό ξύλο στρογγυλό ¨πλάκα¨. Το λέγαμε “πανοτρόχι”. Ο τεχνίτης κλώτσαγε με το πόδι του το κάτω ξύλο που περιστρεφότανε απάνω σε μια σιδερένια μπάλα. Τώρα αφού βάζαμε με δύναμη το σβούλο απάνω στο πανοτρόχι, κλωτσάγαμε τον τροχό στην πλάκα και περιστρεφόταν με ταχύτητα. Σφίγγαμε το σβούλο με τα χέρια μας και το φέρναμε στο κέντρο του πανωτροχιού. Αφού δίναμε το σχήμα στο κανάτι βουτώντας συνεχώς όλο το χέρι μας μέσα στο νερό για να γλυστράει στο άνοιγμα το κανατιού. ΄Οταν  το τελειώναμε με μια κλωστή το κόβαμε στο κάτω σημείο για να μπορέσουμε να το βγάλουμε από το ¨πανοτρόχι¨. Το αφήναμε λίγες ώρες να στεγνώσει και μετά του βάζαμε το “χέρι” να το ψήσουμε. Αφού βάζαμε τα ¨χέρια¨ σε όλα τα κανάτια, στέγνωναν λίγο και τα βγάζαμε έξω να στεγνώσουν αρκετά (φυσικά έπρεπε να ήταν ο κατάλληλος καιρός). Τα μεταφέραμε 4 – 4 με τα δάχτυλα του ενός χεριού και τα βάζαμε  μέσα στο εργαστήριο όταν στεγνώνανε από τη μέση και πάνω. Μέσα τα ακουμπάγαμε με την ανάποδη χάμω ή τα κρεμάγαμε από πρόκες στα “πατερά”. Χρειαζόντουσαν 2-3 ημέρες για να στεγνώσουν καλά. Τότε “καμινιάζαμε” και τα ψήναμε.  Για το κάθε ¨καμίνιασμα¨ χρειαζόντουσαν τριακόσια ¨νούμερα¨ .  
Να πως υπολογίζουμε τα νούμερα:
1 μεγάλο κανάτι  =  1 νούμερο
2 μικρότερα κανάτια = 1 νούμερο
4 κανατάκια =  1 νούμερο  
  Τι ήταν το καμίνι ; Ανοίγαμε ένα λάκκο 1,5 μέτρο βάθος και τρία μέτρα μάκρος. Μέσα εκεί (από τη μέση και πέρα) χτίζαμε ένα  στρογγυλό γύρω-γύρω με πέτρες. Στη μέση αυτού του κύκλου στερεώναμε, με λάσπη, όρθια μια μακριά πέτρινη κολώνα. Γύρω -γύρω από την κολώνα προς την περιφέρεια ακτινωτά- στο ύψος του εδάφους- στερεώναμε μακριές πέτρες , που τις βρίσκαμε μόνο στο Μοναστήρι της Χρυσολεόντισσας και τις ονομάζαμε ¨κούλινες¨.  Τις σφινώναμε διξιά-αριστερά στον τοίχο και συμπληρώναμε με πιο μικρές έτσι που σχηματιζόταν μία ¨πλάκα¨.  Ανάμεσα στις πέτρες αφήναμε μερικές τρύπες (δέκα ή δώδεκα), τους φανούς, για να βγαίνει η θερμότητα προς τα κανάτια. Μέσα σε αυτό κυκλικό κομμάτι σαν φούρνο ρίχναμε τα κλαριά που τα είχαμε τοποθετήσει στο κενό μέρος του λάκκου σπρόχνωντας τα μέσα με το ¨τσατάλι¨ (ένα μακρύ σίδερο με μια διχάλα μπροστά). Πάνω τώρα από το ¨φούρνο¨ αυτό συνέχιζε ο τεχνίτης να κτίζει περιμετρικά και για δύο μέτρα περίπου ύψος πέτρες και όσο ανέβαινε επάνω , έκλεινε σιγιά-σιγά  μέχρι να δημιουργηθεί ένα φουγάρο. ΄Αφηνε ένα άνοιγμα μόνο  για να μπαίνει ο κανατάς και να τοποθετεί με μεγάλη τέχνη τα κανάτια. ΄Οταν τοποθετούσε τα κανάτια έκλεινε το άνοιγμα με μεγάλες πέτρες από την περιοχή της Χρυσολεόντισσας και τις επίχριζαν , όπως και το εσωτερικό του καμινιού, με λάσπωμα φτιαγμένο από χώμα μόνο από μια περιοχή της Σουβάλας. Για να μείνει όμως το καμίνι για πολλά χρόνια το χτίζαμε στο τέλος έτσι ώστε να πάρει το σχήμα ενός τετράγωνου δωματίου.
    Ο χρόνος που χρειάζονταν για να ψηθούν τα κανάτια ήταν 3,5 ώρες περίπου. Τώρα για να πούμε ότι τα κανάτια ήταν έτοιμα, έπρεπε να ανεβεί  απάνω στο καμίνι ο τεχνίτης. Να κοιτάξει με το μάτι του από το φουγάρο και να πει “σταματάτε”. Χρειαζόταν μεγάλη πείρα για αυτή την τελευταία διαδικασία. Βασικό γνώρισμα ήταν το χρώμα που θα είχαν τα κανάτια. Στην αρχή, στο πρώτο “άναμμα”, τα κανάτια μαύριζαν, μετά κοκκίνιζαν και όταν ήταν έτοιμα γίνονταν άσπρα.'Έπρεπε λοιπόν ο τεχνίτης να ξέρει πόσες “φωτιές” να ρίξει και να μην βιαστεί να τα βγάλει, γιατί άμα έβγαιναν  κόκκινα δεν θα κρατούσαν δροσερό το νερό. 
Αφού ψήναμε τα κανάτια έπρεπε να τα αφήσουμε ένα μερόνυχτο για να κρυώσουν. Μετά έμπαινε μέσα κάποιος που να ξέρει,τα έπιανε προσεκτικά και τα έδινε ένα-ένα σε δύο ανθρώπους, από την πόρτα. Τα τοποθετούσαν έξω κάτω στο χώμα,χωριστά μικρά και μεγάλα και τα κανατάκια. Αφού τελειώναμε και αυτή τη διαδικασία,έπρεπε τώρα να πουληθούν.
Yπήρχαν άνθρωποι στην περιοχή μας που τα εμπορεύονταν. Στα χρόνια τα δικά μου ήταν ο Βαγγέλης ο Κανάκης, ο Βαγγέλης ο Κουλικούρδης,ο Σωτήρης Γκαρής, ο Βαγγέλης Λεούσης , ο Σαράντης Γκαρής κ.ά .  'Ερχονταν και από το Αγκίστρι με τα καϊκάκια τους, όπως ο Κώστας Κοτζιάς, ο Ανάργος (το παρατσούκλι του “Καπετάν Χάρος”), ο Κώστας Αντωνίου  κ.ά. . Οι έμποροι στην Αίγινα ήταν όλοι στην παραλία. Είχαν μαγαζιά με άλλα πράγματα, αλλά πουλούσαν και κανάτια. 'Ηταν: ο Πέτρος Κάτσας, ο Βαγγέλης Κάτσας (Πελαϊσος), ο Σπύρος ο “Σκοτάδης”, ο Παναγής ο “ Παναγάκης” και ο “Καλοκρασάς”. 'Ηταν και ένας Φραγκούλης που είχε καΐκι και τα μετέφερε στα παράλια. 
Τα κανάτια τα παρέδιδα στο λιμάνι της Αίγινας,  
Φωτογραφίες τράβηξε ο μαθητής Παναγιώτης Πάλλης
Κείμενο απομαγνητοφώνηση: Μαίρη Κουνάδη - Στενάκη