Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Η Έβη Τουλούπα έφυγε για πάντα από την αγαπημένη της Αίγινα.

 




Μόνο θλίψη μπορεί να προκαλεί σε κάποιον «το φευγιό» ενός ανθρώπου του διαμετρήματος της Έβης Τουλούπα.

Η εκδημία  της κορυφαίας  των ελλήνων αρχαιολόγων Έβης Τουλούπα που τόσο αγάπησε την Αίγινα σκορπά θλίψη σε όσους την γνώρισαν, την συναναστράφηκαν και συζήτησαν μαζί της.

Μια  γυναίκα που η παρουσία μα κυρίως η προσωπική της εργασία, η αγάπη και το μεράκι σφράγισε τις αρχαιολογικές έρευνες σε όλη την Ελλάδα.

 

 Η παρουσία της στην Αίγινα και η συμμετοχή της σε πολλές εκδηλώσεις και οι πρωτοβουλίες και το ενδιαφέρον της για τους αρχαιολογικούς χώρους της Αίγινας και τα Καποδιστριακά κτίρια. προσέδωσαν μεγάλη τιμή στο νησί και κυρίως με την επιλογή της πριν από πολλά χρόνια να κτίσει εδώ το εξοχικό της.

  Η Έβη Τουλούπα αποτελεί ένα μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο για την Αίγινα. Στον περισσότερο κόσμο μπορεί να παραμένει άγνωστη, όμως σε όσους παρακολουθούν τα πολιτιστικά και πνευματικά πράγματα του τόπου και διακατέχονται από την αγωνία για την τύχη και κατάληξη των Καποδιστριακών κτιρίων η κ. Ε. Τουλούπα είναι γνωστή για τις παρεμβάσεις της, τα άρθρα, τις ομιλίες της, τη δράση της.

    Απόφοιτη της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη. Εργάστηκε ως καθηγήτρια  στη ιδιωτική σχολή  "Αθήναιον" και κατόπιν ως επιστημονική βοηθός στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1960 διορίζεται ως επιμελήτρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κέρκυρας. Το διάστημα 1963 - 65 ορίσθηκε αναπληρώτρια προϊσταμένη στους νομούς Βοιωτίας και Φθιώτιδας. Το 1965 επιστρέφει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως υπεύθυνη της Συλλογής Χαλκών. Το 1973 ορίζεται προϊσταμένη της Αρχαιολογικής Εφορείας Ηπείρου απ' όπου διεξήγαγε ανασκαφές στους αρχαιολογικούς χώρους της Άρτας, της Νικόπολης, του Αμμότοπου και της Λευκάδας. Το 1975 μετατέθηκε στην Γ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Αττικής, ενώ για ένα διάστημα υπηρετεί και στο Μουσείο Ελευσίνας.

   Από το 1976 ως το 1980 ήταν επικεφαλής της νεοσύστατης Εφορείας Αρχαιοτήτων της Εύβοιας και πραγματοποίησε σε συνεργασία με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή ανασκαφές στην Ερέτρια και στο Λευκαντί, ενώ παράλληλα αναδιοργάνωσε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Σκύρου. Το 1979  με υποτροφία σπουδάζει στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Καρπός αυτής της σπουδής είναι η διατριβή της την οποία καταθέτει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων  το 1982. Την ίδια χρονιά της ανατέθηκε η διεύθυνση της Εφορείας Ακροπόλεως (Α ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων). Κατά τη διάρκεια της θητείας της - απ' όπου και η δεύτερη φωτογραφία όπου ξεναγεί στην Ακρόπολη τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή και την υπουργό Πολιτισμού Μ. Μερκούρη - κατόρθωσε να πείσει τη Μ. Μερκούρη να συντηρηθεί το κτίριο  Weller στο οικόπεδο Μακρυγιάννη και να μετατραπεί κατόπιν σε Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως. Το 1989 συνταξιοδοτείται αλλά μετέχει ενεργά  στην Επιτροπή Συντήρησης έργων Ακροπόλεως και στον Οργανισμό Ανεγέρσεως του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως.

    Από τη δεκαετία του '70 επέλεξε να κτίσει το εξοχικό της σπίτι μαζί με το σύζυγό της Δημήτρη Τουλούπα στην περιοχή του Φάρου  σε σχέδια της αρχιτέκτονος  Μπέτυς Βακαλοπούλου.

   Οι επιφυλλίδες της και τα άρθρα της έχουν κυκλοφορήσει σε δύο βιβλία ενώ τα τελευταία χρόνια αρθρογραφούσε στην "Αιγιναία". Η αγάπη της για την Αίγινα εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους  είτε συμμετέχοντας σε πάνελ ομιλητών, ή αρθρογραφώντας ή κάνοντας δυναμικές και ουσιαστικές παρεμβάσεις και παρακολουθώντας με αμείωτο ενδιαφέρον πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις. Την διακατείχε  ένα διαρκές άγχος μια αγωνία για κάθε τι που έχει σχέση με το παρελθόν και είναι εγκαταλελειμμένο στο έλεος του Θεού. Είναι γνωστές οι θέσεις και οι απόψεις της για την Παλαιά. Χώρα, το χώρο της Κολώνας, τα Καποδιστριακά κτίρια. 

 





Τα τελευταία χρόνια λόγω της ασθένειας της είχε αποσυρθεί από τα κοινά και παρέμενε στο σπίτι της στην Αθήνα.

   Η Αίγινα της οφείλει πολλά.

 

Το 2013 το περιοδικό «Αιγιναία» είχε πραγματοποιήσει αφιέρωμα στην Έβη Τουλούπα με άρθρο   της Ε. Σημαντώνη – Μπουρνιά.