Οι εορτασμοί για την επέτειο της άφιξης του πρώτου Κυβερνήτη στην Αίγινα κανονικά θα έπρεπε να βάζει σε κρίση το σημερινό Αιγινήτη. Οι εικόνες αδιάψευστοι μάρτυρες της εγκατάλειψης, υπενθυμίζουν το ιστορικό χρέος που πέφτει ως ασήκωτο βάρος στους καχεκτικούς ώμους μας.
Ένα τέτοιο κτίριο με τέτοια
πολυκύμαντη ιστορία αναμφίβολα γίνεται πόλος έλξης και ενδιαφέροντος. Μπορεί
αρχιτεκτονικά να μην παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα, ωστόσο η πολυχρησία του και η ιστορική του διαδρομή το καθιστούν
σημείο αναφοράς. Θα ανέμενε κανείς να
έχει μια καλύτερη τύχη και μεταχείριση από τους κρατούντες. Σε όποια πόλη ή
τόπο και να ταξιδέψει κανείς η ύπαρξη και μόνο ενός Κυβερνητικού κτιρίου
που είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το ξεκίνημα
της λειτουργίας ενός κράτους μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς και επτά έτη
ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, καθιστούν το κτίριο πνευματικό σύμβολο πρώτου
μεγέθους.
Στην Αίγινα
σήμερα το Κυβερνείο θα έπρεπε
τουλάχιστον να είναι από τα πρώτα αξιοθέατα και χώρους επισκέψεων των
τουριστών, των σχολείων των περιηγητών, καθώς και αντικείμενο έρευνας νέων
επιστημόνων. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν έχει συμβεί. Μπορεί το 2001 να συγκεντρώθηκαν χιλιάδες υπογραφές διαμαρτυρίας και να
στάλθηκαν στα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού, μπορεί πολλοί Αιγινήτες με
άρθρα, με αναλύσεις, με αφιερώματα, με φωνές διαμαρτυρίας να έχουν κατά καιρούς
προσπαθήσει να ξυπνήσουν από το λήθαργο
τη κρατική μηχανή, μπορεί να έχουν γίνει επερωτήσεις στη Βουλή και να δόθηκαν
υποσχέσεις από κυβερνητικά και βουλευτικά χείλη, ωστόσο η κατάσταση παραμένει
εφιαλτικά ή ίδια και από χρόνο σε χρόνο χειροτερεύει. Δεν θα ήταν υπερβολή αν
λέγαμε ότι το Κυβερνείο καταρρέει ή
ακόμα χειρότερα ότι το Κυβερνείο της Αίγινας είναι η ντροπή του Ελληνικού
κράτους. Και μόνο η εξωτερική εικόνα του
αποδεικνύει του λόγου μας το αληθές.
Η εικόνα του Κυβερνείου
είναι ο καθρέφτης μας. Ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που δε σέβεται την
ιστορία της, τον πολιτισμό της. Που δε
θέλει να έχει ιστορία, που δεν ανέχεται ποιοτικό και αναβαθμισμένο τουρισμό,
επισκέπτες υψηλού επιπέδου, που δε θέλει
να έχει σχέση με το παρελθόν της.
Οι φωνές που ακούγονται κάθε φορά,
μοιάζουν με παραφωνίες, ρίχνουν ένα
βότσαλο στα λιμνάζοντα νερά της απραξίας μας, γι’ αυτό γρήγορα σιγούν και χάνονται. Ας είμαστε ειλικρινείς. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες στο παρελθόν ώστε κάτι να αρχίσει
να κινείται. Έχουν καταγραφεί όλα αυτά στις τοπικές εφημερίδες.
Το ερώτημα
είναι γιατί κάθε φορά δεν τελεσφορούν. Γιατί ό,τι πάει να ξεκινήσει γρήγορα
σταματά; Τελευταία ακούστηκε ότι υπάρχει
μελέτη, ότι εγκρίθηκε η μεταστέγαση του αρχείου και ότι υπάρχουν κονδύλια για
την αναπαλαίωση του κτιρίου. Γιατί καθυστερεί όμως η έναρξη των εργασιών;
Μπορούμε να φωνάζουμε ότι είμαστε η Πρώτη Πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε έστω το ελάχιστο; Ποιόν μπορούμε να πείσουμε
ότι αγαπούμε αυτόν τον τόπο και θέλουμε να τον δούμε καλύτερο;