Δεύτερος συνεχόμενος Απρίλιος σε καραντίνα. Ο μήνας αυτός είναι από τους πλέον αγαπημένους των Ελλήνων. Ο κατεξοχήν μήνας της Άνοιξης, ο μήνας της Πασχαλιάς και του έρωτα. Ιδιαίτερα αγαπημένος των ποιητών.
Ας αφήσουμε τις μίζερες ή μαύρες σκέψεις που μας δημιουργεί η καραντίνα και ο κορονοϊός και ας φέρουμε στο μυαλό μας το σχεδίασμα από το μεγάλο ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: "Ελεύθεροι πολιορκημένοι" που γράφτηκε για τους τυραγνισμένους από την πολιορκία των Τούρκων Μεσολογγίτες. Πλαισιωμένο με τους ανάλογους πίνακες ζωγραφικής της εποχής του μεγάλου αγώνα.
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, αποσπάσματα 6
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και πέρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες`
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ούδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη μες το φως του.








Ένα έθιμο που συνεχίζεται στις μέρες μας
και που, σύμφωνα με το θρύλο, ξεκίνησε από τη Γαλλία κατά τον 16ο
αιώνα, όπου γιορταζόταν η 1η Απριλίου σαν αρχή του χρόνου. Ο πάπας
Γρηγόριος όμως έδωσε διαταγή να μετατεθεί η πρωτοχρονιά από την 1η
Απριλίου στην 1η Ιανουαρίου, κάτι που υλοποίησε ο βασιλιάς Κάρολος ο
Θ΄. Οι άνθρωποι μπερδεύτηκαν με τις αλλαγές και πολλοί ήταν εκείνοι που δεν μπορούσαν
ν’ αλλάξουν συνήθειες χρόνων. Η κοινωνία χωρίστηκε σ’ εκείνους που δέχτηκαν την
αλλαγή και στους άλλους που δεν δέχονταν τη νέα κατάσταση. Μαθημένοι οι
δεύτεροι να ανταλλάσσουν ευχές και δώρα την 1η του έτους που είχαν
συνηθίσει τον μήνα Απρίλιο, δέχονταν και ψεύτικα δώρα και ευχές από τους
άλλους. Έτσι υπερίσχυσε ο λόγος της πράξης και τα λόγια ήταν ψεύτικα, μέχρις
ότου φτάσαμε στις πρωταπριλιάτικες φάρσες, που όλοι προσπαθούν με τα ψέματά
τους να ξεγελάσουν όσο το δυνατόν περισσότερους.










