Ο συγγραφέας των πιό ανατρεπτικών βιβλίων του αριστερού χώρου έφυγε σήμερα από τη ζωή. Ο άνθρωπος που καταδικάστηκε "εις θάνατον" και κατόρθωσε να μάθει γραφή και ανάγνωση είχε ξαφνιάσει με τις συγγραφικές του επιδόσεις - τα βιβλία: "Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε", "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς", "Τα κεραμίδια στάζουν". "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι", περιγράφοντας με άμεσο, αποκαλυπτικό και πηγαίο, ατόφιο, λαϊκό και ευθύ τρόπο τη ζωή του μέσα στις φυλακές, τα βασανιστήρια. Τη ζωή του μετά από τη φυλακή, τις απογοητεύσεις, την πίκρα για όσους τον ξέχασαν. Τα βιβλία του γνώρισαν τεράστια αποδοχή από το κοινό αλλά δέχθηκαν μεγάλη και αυστηρή κριτική από την αριστερά.
Ο Χρόνης
Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα
πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες,
καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη
δικτατορία του Μεταξά.
Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες.
Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.)
Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.
Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988) αλλά και όλα τα υπόλοιπα.
“ Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Καπανδρίτι. Εφυγε από την ζωή μετά από επιπλοκή στην υγεία του στις 20/11/2012.
Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε δηλώσει: «Για πρώτη φορά ζω σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό. Δεν αντιδρά με τίποτα».
Για την κρίση: είναι πολυεπίπεδη, δεν είναι μονάχα οικονομική. Ουσιαστικά είναι κρίση αξιών και χρεοκοπίας του λογοκρατούμενου και τεχνοκρατικού πολιτισμού μας». Για την οικολογία και την πράσινη ανάπτυξη:«Είναι δυνατόν να μιλάμε για οικολογία και πράσινη ανάπτυξη και να έχουμε την εκμετάλευση του ανθρώπου από άνθρωπο;».
Για την παιδεία: «Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία και άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους».
Για τους εμπνευσμένους ηγέτες: «Πιστεύω πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική μνήμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη».
Για την εξουσία: «Είναι το χειρότερο, το πιο τρομακτικό εφεύρημα του ανθρώπου. Στην πορεία τής ανθρώπινης ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητα τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία».